Το στοιχειωμένο αρχοντικό

2016-12-03 15:16
Έλαβε χώρα στην περιοχή Ναύπακτος του νομού ΑΙΤAΛΟΑΚΑΡΝΑΝΙΑΣ.
πόλης της Ναυπάκτου, κολλητά στο φρούριο, βρίσκεται ένα κτιριακό συγκρότημα, που με την επιβλητική του μορφή προκαλεί
περιεργαστούν, αναρωτιούνται. Τι άραγε κρύβεται πίσω από τη μεγαλόπρεπη μορφή του; Και ποια να είναι η ιστορία του; Αυτό
εξακριβωμένο πότε χτίστηκαν. Όμως, από τις διάφορες ενδείξεις συμπεραίνεται πως το καθένα από αυτά χτίστηκε σε διαφορετική
αιώνα, το άλλο που είναι στα ανατολικά του πρώτου, μάλλον χτίστηκε κατά το δέκατο έκτο αιώνα. Από τα διάφορα αρχιτεκτονικά
κατασκευή τους θα έπρεπε να εργάστηκαν Φλωρεντινοί και Βενετσιάνοι, σαν ειδικοί τεχνίτες. Ανάμεσα στα δυο αυτά κτίρια περνάει
εισόδους του φρουρίου, που οδηγεί προς το άλλοτε τζαμί. Αργότερα τα δύο αυτά κτίσματα, συνδέθηκαν μεταξύ τους, με άλλο κτίσμα
ο δρόμος δεν αποκόπηκε, χωρίς να προκαλείται καμία δυσχέρεια στη χρησιμοποίηση του. Το θόλο (ημισφαιρική οροφή) που
τοπωνύμιο εκείνου του μέρους. Το κτιριακό αυτό συγκρότημα, επειδή χρησιμοποιείτο για κατοικία, του άρχοντα της πόλης το διοικητήριο και για κατοικία του Τούρκου διοικητή. Γι αυτό και το αποκαλούσαν "σεράγι" που στην Ελληνική γλώσσα σημαίνει αρχοντικό
ιστορία, έγινε στις 18 Απριλίου 1829, η Ελληνική κυβέρνηση, πολλά από τα πρώην Τούρκικα σπίτια της Ναυπάκτου, παραχώρησε
καταβάλλοντος ένα χρηματικό ποσό ανάλογο με την αξία του σπιτιού που θα τους παρεχωρείτο. Το κτιριακό αυτό συγκρότημα, αντί τριών χιλιάδων εξακοσίων δραχμών (3600). Το ποσόν αυτό των 3.600 δραχμών, για κείνη την εποχή δεν ήταν καθόλου ευκαταφρόνητο
οικογένεια του πολέμαρχου στρατηγού Κίτσου Τζαβέλλα, αρκετά καλό, με κήπο και αυλή, που βρισκόταν εκεί που και σήμερα βρίσκεται
Σημειώνουμε πως παραχωρήθηκαν σπίτια με αυλή και κήπο αντί είκοσι πέντε (25) μόνον δραχμές. Το κτιριακό αυτό συγκρότημα, στο
τους Μποτσαραίους. Πιο πολλές καταστροφές υπέστη στην περίοδο της πρώτης πενταετίας του εικοστού αιώνα. Παρά ταύτα Ο στρατηγός +ημήτρης Μπότσαρης κατά την περίοδο 1968-1972 έκαμε μια μικρή ανακαίνιση στο κτιριακό αυτό συγκρότημα
εξωράισε και του έδωσε την αρχική μεγαλόπρεπη μορφή του, το αναπαλαίωσε. Για το κτιριακό αυτό συγκρότημα επικρατούσε η εντύπωση
κάτω από την "καμάρα". Η λαϊκή φαντασία που έπλασε το μύθο αυτό παραδεχόταν, πως το στοιχειό ήτανε η ψυχή του μοσχαριού
είναι τα θεμέλια του γερά κι ανθεκτικά, αντί να σφάξουν κόκορα, που συνηθίζεται να σφάζουν στη θεμελίωση οικοδομής, έσφαξαν
ξεπετάχτηκε από τα θεμέλια αυτού του κτιρίου, αυτού του σπιτιού που με το αίμα του δέθηκαν κι έγιναν γερά κι ανθεκτικά, το θεωρούσε
αρχοντικού κι όλων εκείνων που σε αυτό κατοικούσαν, άσχετα αν κάθε τόσο έφευγαν κι ερχόντουσαν άλλοι. Το στοιχειό δεν
μαύρο άλογο" που στην ουρά του σέρνονταν ένας αράπης. Έτσι δεν χωρούσε καμία αμφιβολία, πως το σεράγι ήταν στοιχειωμένο
την κρύπτη του, την ντάπια, που είναι λίγα βήματα πιο κάτω από το αρχοντικό, έπαιρνε το δρόμο που περνάει ανάμεσα στα συγκροτήματος σταματούσε. Εκεί περίμενε τις περισσότερες ώρες της νύχτας, φυλάγοντας το αρχοντικό και παραμονεύοντας. προσοχή εξέτασαν την ντάπια, δεν βρήκαν κάτι που θα τους έλεγε, πως εκεί μπορούσε να έμεινε και να κρυβότανε το στοιχειό, κι όλοι
ακόμα να εξαϋλώνεται. Το στοιχειό τους ξένους και περαστικούς έξω απ' το αρχοντικό δεν τους πείραζε. Μονάχα εκείνον που θα
σκέψεις του. Τότε τον κατέτρωγε. Το μύθο πως το σεράγι των Μποτσαραίων ήταν στοιχειωμένο και πως το στοιχειό τον προστάτευε
γεγονότα τα "Οθωνικά", όπως αποκαλούν την πολιτική διαμάχη μεταξύ της κυβέρνησης, και της αντιπολίτευσης. Εκείνη την αρχοντικό των Μποτσαραίων. Οι Αντιοθωνικοί επιτηρούσαν το αρχοντικό, που για φρουρά του βρισκόταν ο Υπενωμοτάρχης Φινηνής
χωροφύλακας ονόματι Γεωργός, που το Επώνυμο του δεν το διέδωσε η ιστορία αλλά ούτε και η παράδοση. Η μικρή αυτή φρουρά, δεν
καταλάβουν, για να το λεηλατήσουν. Τότε, η περίφημη Ελένη Μπαϊρακτάραινα, θέλησε να εκμεταλλευτεί το μύθο, πως τάχα το αρχοντικό
υπηρέτρια, οικιακή βοηθός θα λέγαμε σήμερα της οικογένειας Μποτσαραίων, που το επώνυμο της δεν διέσωσε η ιστορία, ούτε
σημαία της φάρας των Μποτσαραίων και κάτω από τις εξής συνθήκες. Τη νύχτα της 10ης προς την 11 Απριλίου 1826 που πραγματοποιήθηκε
βουνό Ζυγός, ενώ τα Ελληνικά Σώματα προχωρούσαν σύμφωνα με το σχέδιο, ξαφνικά ακούστηκε η φωνή ΠΙΣA - ΠΙΣA. Στο σώμα
σημαία των Μποτσαραίων. Η Ελένη που τον συνόδευε και διαπίστωσε την ταραχή του, φοβήθηκε μήπως ο στρατηγός σκοτωθεί
απόσπασε από το κοντάρι, το έκρυψε μέσα στον κόρφο της και χρησιμοποιώντας το κοντάρι για ρόπαλο, χτυπώντας με αυτό δεξιά
της δόθηκε η προσωνυμία Μπαϊρακτάραινα. Το Μπαϊράκι σαν σημαία, έχει μια ιστορία που έχει μεγάλο ενδιαφέρον, γι αυτό κρίνω
ημήτρη - Τούσα Μπότσαρη όταν, σαν μεγαλύτερος αδελφός του Νότη και Κίτσου Μπότσαρη είχε πάει στη Ρωσία, για να υπογράψει
ανακτορική φρουρά της Ρωσίας. Γύρισε στην Ελλάδα την εποχή των γεγονότων του Ορλώφ στα 1770. Αλλά και στην περίοδο
την επίσημη σημαία της φάρας των Μποτσαραίων. Το Μπαϊράκι ήτανε κατασκευασμένο από μεταξωτό πανί χρώματος κόκκινου
Πύρρου". Στην άλλη εικονιζόταν ο Άγιος +ημήτριος και φόνευε το Λιαίο. Αντίγραφο του μπαϊράκι, υπάρχει στη δημαρχία του Μεσολογγείου
γίνονται σ' ανάμνηση της ηρωϊκής εξόδου της φρουράς του Μεσολογγίου. Η Μπαϊρακτάραινα μέχρι του τέλους του βίου της παρέμεινε
Αλλά, ας επανέλθουμε στη Σουλιώτισσα Ελένη Μπαϊρακτάραινα, που για να σώσει το αρχοντικό των Μποτσαραίων, που το
που θα επιχειρούσαν να το καταλάβουν, σοφίστηκε και χρησιμοποίησε το μύθο για το στοιχειωμένο αρχοντικό. Άνοιξε τις αυλόπορτες
κανέναν γιατί το φυλάει και το προστατεύει το ΜΑΥΡΟ ΑΛΟΓΟ, υπονοώντας το στοιχειό. Το τέχνασμα της Μπαϊρακτάραινας
έκαμαν καμιά εχθρική ενέργεια εναντίον του αρχοντικού. +εν είναι εξακριβωμένο ποια από τις δύο εκδοχές είναι η πραγματική. στοιχειό έσωσε το σεράγι από τους Αντιοθωνικούς. Όμως, από κάποιο τυχαίο περιστατικό, δόθηκε η ευκαιρία να διαλυθεί ο μύθος
λεηλατήσουν το αρχοντικό, όμως το επιτηρούσαν για πολλές μέρες και, κατά κάποιο τρόπο, το είχαν κυκλωμένο και δεν επέτρεπαν
πάνε στη αγορά για τρόφιμα. Έτσι, όσα τρόφιμα είχε η οικογένεια Μπότσαρη τα κατανάλωσε και τα μέλη της άρχισαν να πεινούν
την πρωτοβουλία για να εξοικονομήσει τρόφιμα. Έδωσε οδηγίες στο δεκαπεντάχρονο τότε Τιμολέοντα-Νότη Μπότσαρη, που
τον αντιληφθούν και να πήγαινε σε φιλικά σπίτια, για να ζητούσε τρόφιμα. Ο μικρός Τιμολέων τα κατάφερε. Πέρασε χωρίς κανένας
αυλόπορτα, που βρισκόταν στην Ανατολική πλευρά της αυλής και προχωρούσε προς την αυλή του σπιτιού, άκουσε στο βάθος της αυλής
του προχωρώντας προς τη σκάλα του σπιτιού. +εν είχε καλά τελειώσει το συλλογισμό του, τι άραγε να ζητούσε εκεί ο Αντιοθωνικός
χωρίς να δυσκολευθεί, διέκρινε μέσα στης νύχτας την αστροφεγγιά, πως στο βάθος της αυλής, ότι η μαύρη κείνη σκιά ήτανε ένα
παρουσιαζότανε σαν μαύρο μοσχάρι κι άλλοτε σαν μαύρο άλογο, δεν υπήρχε ποια καμιά αμφιβολία, πως αυτό ήτανε το στοιχειό. μη τυχόν του ξεφεύγει καμιά λέξη και τότε το στοιχειό θα του έκοβε τη μιλιά κι έτρεξε να ανεβεί στη σκάλα του σπιτιού. Η αυτό έτρεξε η ίδια προς τη σκάλα για να τον καθησυχάσει. Του λέγε πως δεν υπάρχει στοιχειό και, πως όλα εκείνα για το στοιχειό
του σπιτιού, αντίθετα τους προστάτευε. Καλά και άγια λόγια εκείνα της θειας Ελένης, μα ο μικρός Τιμολέων τόσα χρόνια άκουγε
Κόπηκαν τα πόδια του. +εν μπορούσε να ανεβεί τα σκαλοπάτια, αλλά ούτε και να μιλήσει. Η Μπαϊρακτάραινα φώναξε τον μικρό Τιμολέοντα. Μα, και ο υπενωμοτάρχης ήταν άνθρωπος κι εκείνος. Μήπως κι εκείνος δεν είχε ακούσει τα λόγια από την Μπαΐρακτάραινα
κάμει κακό; Πώς θα μπορούσε να το αντιμετωπίσει; που αν τολμούσε κάτι σε βάρος του στοιχειού, εκείνο θα τον κατάτρωγε. Τότε
αντιδράσει. Με τη σκέψη αυτή θάρρεψε. Πήρε από το τζάκι του σπιτιού ένα δαυλί και κρατώντας το στο χέρι κατέβηκε στην αυλή
αντίκριζε λαμπύριζαν τα δυο του μάτια. Ο υπενωμοτάρχης ταράχτηκε. Έβλεπε μπρος του το μαύρο μοσχάρι, το στοιχειό που όπως το
ήτανε το στοιχειό. Τώρα ο υπενωμοτάρχης, κρατώντας όχι μόνο τη μιλιά του, αλλά και την αναπνοή του, με πολύ κόπο έκρυβε
αυτό. Τέτοιες σκέψεις έκανε, άσχετα αν η καρδιά του χτυπούσε δυνατά από το φόβο που δοκίμαζε. Υπερίσχυσε το φιλότιμο πως το στοιχειό μια που φοβάται τη φωτιά δεν θα τον πλησίαζε και θα εξαφανιζότανε. Έτσι κουνώντας το δαυλί δεξιά - αριστερά
εξακολουθούσε να βόσκει στην ολοπράσσινη, από τη χλόη αυλή. —Το μοσχάρι της κυρά-Κώσταινας, που να το φάει ο λύκος. Ακούστηκε
Κώσταινας, που καθώς γυρνούσε στη γειτονιά, βρήκε την αυλόπορτα ανοιχτή, μπήκε στην αυλή κι άρχισε να βόσκει. Κανένας δεν λαϊκή έκφραση. Κι αν όλοι, προτού το αναγνωρίσουν είχαν ταραχθεί, εκείνο έμεινε αδιάφορο κι ατάραχο κι εξακολουθούσε να πιο πολύ ο μικρός Τιμολέων, που παρά ταύτα, όπως αργότερα ομολογούσε, πίστευε στην ύπαρξη του στοιχειού. +εν είναι γνωστό
αρχοντικού, ξαναβγήκε απ' αυτήν. Απ' όσα λέγονται μάλλον θυσιάστηκε από τον υπενωμοτάρχη, για να διώξει το στοιχειό, που στοιχειωμένο. Και όμως, όσοι δεν γνωρίζουν την μικρή αυτή ιστορία, εξακολουθούν ακόμα και σήμερα να πιστεύουν πως το σεράγι είναι
που περνάει κάτω από την καμάρα. Αυτή με λίγα λόγια είναι η ιστορία του στοιχειωμένου αρχοντικού.

 

Επαφή

Greek Paranormal Team™ Info@GreekParanormalTeam.gr