Το στοιχειωμένο κελί

2016-07-29 19:05
 
Υπάρχει στο Άγιο Όρος ένα Ιβιρίτικο κελί, ο Άγιος Αθανάσιος,
ανάμεσα στη Μονή Κουτλουμουσίου και στη Σκήτη των Ιβήρων, που
ονομάζεται «στοιχειωμένο», γιατί ήταν κατοικητήριο δαιμόνων. Πως
όμως έγινε; Να τι διηγούνται οι γεροντάδες της περιοχής. Κάποτε
εγκαταστάθηκε σʼ αυτό το κελί κάποιος, που κανείς δεν γνώριζε
τίποτα για την προέλευσή του, τη κουρά του και τη χειροτονία του.
Σύντομα έβγαλε φήμη ησυχαστή μοναχού και έμπειρου πνευματικού.
Αποδείχθηκε όμως πως δεν ήταν παρά ένας μεγάλος μάγος και
αδίσταχτος εγκληματίας. Η πραγματική του ιδιότητα αποκαλύφθηκε
όταν δύο μοναχοί πήγαν να εξομολογηθούν σε αυτόν. Μπήκε ο ένας
ενώ ο άλλος περίμενε σε κάποια απόσταση., ώσπου να έρθει η σειρά
του. Περνούσαν όμως οι ώρες και ο πρώτος δεν έβγαινε. Ανησύχησε
ο δεύτερος και χτύπησε τη πόρτα. Άνοιξε ο «πνευματικός», αλλά είχε
τόση αγριάδα το πρόσωπό του, που έκανε το μοναχό να τρομάξει.
Aστόσο ρώτησε απορημένος : - Τόσες ώρες και δεν τελειώσατε
ακόμα με τον αδερφό; Ήρθαμε από μακριά και θα βραδιαστούμε
ώσπου να επιστρέψουμε. - Ποιον αδερφό; ρώτησε εκείνος. +εν ήρθε
κανείς ως τώρα εδώ, εκτός από σένα. Έλα. Πέρνα μέσα… Έφριξε ο
μοναχός Και αντί να μπει, άρχισε να τρέχει με όλη τη του τη δύναμη
προς τις Καρυές. Ύστερα από καταγγελία στην Ιερά Επιστασία, ο
μάγος συνελήφθη. Τότε αποκαλύφθηκαν η ιδιότητά του και ο σκοπός
της παραμονής του στο Άγιο Όρος. Όσο για το μοναχό που πήγε να
εξομολογηθεί, τον είχε σκοτώσει και τον είχε θάψει στο δάσος της
περιοχής. Το κελί ελευθερώθηκε από το μάγο, αλλά έμεινε έρημο για
δεκαετίες. Φαίνεται πως οι δαίμονες είχαν αποκτήσει εξουσία από
τον καιρό της θητείας του μάγου και τώρα ενοχλούσαν τους
περαστικούς με διάφορους πειρασμούς. Ο πρώτος που τόλμησε να
κατοικήσει στο στοιχειωμένο πια κελί, ήταν ο διακο-Γιάννης. Το
1935 διορίστηκε ψάλτης στο Πρωστάτο από την Επιστασία για την
καλλιφωνία και τη μουσική του κατάρτιση. Θέλησε, λοιπόν, να
εγκατασταθεί κάπου στις Καρυές. - Θα σε συμβούλευα, διάκο, του
πρότεινε ο π. Θεοδόσιος, γέροντας του κελιού της Αγίας Άννης, να
πάρεις το κελί του Αγίου Αθανασίου. Έχει σίγουρο εισόδημα τα
φουντούκια και μεγάλη καλλιεργήσιμη περιοχή. Ο διακο-Γιάννης
πείστηκε στα λόγια του και άρχισε να μετακομίζει στο κελί.
 
ξέρεις διάκο, πως σʼ αυτό το κελί συμβαίνουν παράξενα πράγματα.
Ακούγονται θόρυβοι και ομιλίες χωρίς να διακρίνονται πρόσωπα.
Εσύ, όμως δεν φοβάσαι κάτι τέτοια. Αλλά και αν σου συμβεί τίποτα,
κάνε το σταυρό σου, ζήτησε τη θεϊκή βοήθεια και όλα θα γίνουν
καπνός. - Παραμύθια θα ʼναι γέροντα, γνωμάτευσε ο διακο-Γιάννης.
+εν είμαι δα και μωρό παιδί, να τρομάξω και να το βάλω στα πόδια!
Σύντομα ο νέος ένοικος εγκαταστάθηκε στο στοιχειωμένο κελί μαζί
με τον υποτακτικό του. Μα από τις πρώτες κιόλας μέρες άρχισαν τα
προβλήματα. - Γέροντα, του γκρίνιαζε ο υποτακτικός, δυσκολεύομαι
να κοιμηθώ. Κάθε τόσο σαν να ακούω κάποιους να μουρμουρίζουν
από τα διπλανά κελιά και από το ταβάνι. - +εν είναι τίποτα, τον
καθησύχαζε εκείνος. Να κάνεις τη προσευχή σου και να μην φοβάσαι
κοτζάμ άντρας! - Αν όμως γέροντα είναι δαίμονες; - Και τι μʼ αυτό;
Στο Όρος ήρθαμε για να πολεμήσουμε εναντίον των παθών και των
δαιμόνων. Και δαίμονες να είναι εσύ να τους περιφρονείς. Κοίτα τη
δουλειά σου και άσε τους να μουρμουρίζουν. Ένα δειλινό, κατάκοποι
από τη δουλειά, κάθισαν να δειπνήσουν με το φως της λάμπας. Στη
μέση όμως του φαγητού ακούνε ομιλίες στο ταβάνι, πάνω ακριβώς
από τα κεφάλια τους. Χλόμιασε ο υποτακτικός, αλλά και του γέροντα
αλλοιώθηκε η όψη, γιατί τώρα άρχισε και αυτός να καταλαβαίνει… -
Ποιος είναι; Φώναξε δυνατά. - Να κατέβουμε να σας κάνουμε παρέα;
Ακούστηκε μία φωνή από πάνω Τώρα ο δόκιμος άρχισε να τρέμει,
ενώ ο γέροντας έμεινε άναυδος. Έκαναν και οι δύο το σταυρό τους.
Ακολούθησε σιωπή και αμηχανία. - Πάμε να φύγουμε, δεν είναι για
ζωή και προκοπή εδώ μέσα. Μόλις πήραν τα ράσα και δρασκέλισαν
τη πόρτα ακούστηκαν ακράτητα δαιμονικά γέλια στο ταβάνι.
Νυχτιάτικα χτύπησαν τη πόρτα του π. Θεόδωρου. Έκπληκτος τους
δέχθηκε και άκουσε το πάθημά τους. Πήγε κάτι να τους πει, να τους
ενθαρρύνει, να τους μεταπείσει. Θέλησε να τους συνοδέψει και ο
ίδιος και να μείνει μαζί τους στην ανάγκη, για κάμποσο καιρό. Ο
διακο-Γιάννης όμως ήταν ανένδοτος Έδειξε μάλιστα και τον
υποτακτικό του που δεν είχε συνέλθει ακόμα από την τρομάρα. Το
γεγονός μαθεύτηκε σε όλη τη περιοχή. Κάποιος μοναχός, φίλος του
διακο-Γιάννη, ο γερο-Γρηγόριος, έσπευσε να τον συναντήσει και να
τον … περιποιηθεί: - Βρε, δεν ντρέπεσαι, άντρακλας δυο μέτρα, να
πιστέψεις σε παραμύθια, να το βάλεις στα πόδια σαν λαγός και να
πας να κρυφτείς στου παππού Θεοδόση τα ράσα; Του είπε και άλλα
προσβλητικά και ταπεινωτικά. Ο διάκος, αφού τα άκουσε όλα με
μακροθυμία, δήλωσε : - Στο κελί δεν ξαναγυρίζω. Το εγκατέλειψα
οριστικά. Θα ψάξω για αλλού. Όσο για τα «παραμύθια», αν σου
βαστάει, πήγαινε να μείνεις εκεί τη νύχτα και έλα να τα ξαναπούμε.
Ο π. Γρηγόριος (+1987) γέροντας του κελιού του Αγίου Γοβδελαά,
δεν μπορούσε να χωνέψει πως ο διακο-Γιάννης που διακρινόταν για
το ανάστημα, το φρόνημα και την αντρεία του, καταλήφθηκε από
δαιμονοφοβία. Ο ίδιος ήταν από τους ελάχιστους εκείνους Αγιορείτες
που δεν πίστευαν καθόλου σε δαιμονικές εμφανίσεις και
περιγελούσαν όσους ασχολούνται με τέτοιες ιστορίες. Μέχρι που την
έπαθε και αυτός. Μετά τη συνομιλία με τον διακο-Γιάννη, κατέβηκε
ένα απόγευμα στον ιδιόκτητό του αρσανά, πιο πέρα από τον Πύργο
της Καλλιάγρας, για ψάρεμα. Ήταν θαλασσινός, από την Ιερισσό, και
 
όμως τα χθεσινά δεν ήταν φάρσα δική σας και αφού τα ίδια
συνεχίστηκαν και απόψε, πράγματι κάτι παράξενο συμβαίνει… Την
τρίτη νύχτα οι αόρατοι επισκέπτες έγιναν θρασύτεροι. Τα μεσάνυχτα
οι κουβέντες ακούγονταν ακριβώς έξω από τη πόρτα του. Σηκώθηκε
και έστησε αυτί. Άκουσε καθαρά να προφέρουν το όνομά του. +εν
άντεξε άλλο και φώναξε : - Ποιοι είσαστε; - Οι νοικοκυραίοι πάτερ
Παρθένιε. - Και τι θέλετε από μένα; - Τίποτα, συντροφιά σου
κρατάμε. Έκανε αμέσως το σταυρό του, αλλά τους πέταξε και
μερικά… κοσμητικά επίθετα! Ακούστηκαν γέλια από έξω. - Αν
νομίζετε βρε σεις, τους αγρίεψε ο π. Παρθένιος, πως έχετε να κάνετε
με τον διακο-Γιάννη και τον γερο-Γρηγόριο, είστε γελασμένοι. Κάνω
υπακοή στη μονή και δεν θα φύγω από δω μέχρι να μαζευτούν τα
φουντούκια. Πάλι γέλια ακούστηκαν. Αυτή τη φορά θύμωσε γα τα
καλά. Έκανε να ανοίξει τη πόρτα αλλά η πόρτα δεν άνοιγε. Του
φάνηκε πως κάποιος απʼ έξω κρατούσε γερά το πόμολο και την
τραβούσε προς το μέρος του. Όταν και αυτός την τράβηξε πιο
δυνατά, ο απέξω επίτηδες την άφησε απότομα, οπότε άνοιξε
διάπλατα και ο π. Παρθένιος βρέθηκε ανάσκελα στο πάτωμα. Τώρα
τα γέλια στο διάδρομο ακούστηκαν ασυγκράτητα. Έτσι πέρασε όλες
τις νύχτες της περιόδου της συγκομιδής ο π. Παρθένιος μέσα στο
στοιχειωμένο κελί. Τα όσα τράβηξε μόνο οι δαίμονες μπορούσαν να
τα επινοήσουν. Αλλά και όσα άκουσαν οι δαίμονες τότε, μόνο από
τον π. Παρθένιο μπορούσαν να τα ακούσουν!… Στα χρόνια της
Γερμανικής Κατοχής (1941-1944) κάποιος λαϊκός Νώντας πήγε στη
μονή των Ιβήρων, όπου φιλοξενήθηκε για καιρό. Από τον τρόπο που
μιλούσε φαινόταν αρκετά σπουδασμένος, από τα λεγόμενά του όμως
μάλλον ελαφρόμυαλος. Αφού κούρασε τους πατέρες με τις
αερολογίες του, η Σύναξη με εύσχημο τρόπο τον απομάκρυνε. Τότε
εκείνος ζήτησε να εγκατασταθεί στο στοιχειωμένο κελί χωρίς
υποχρέωση μοναχικής δοκιμής. - Εμείς σου επιτρέπουμε,
συμφώνησαν οι επίτροποι. Έχουμε όμως χρέος να σου πούμε πως θα
δυσκολευτείς πολύ γιατί εκεί συμβαίνουν από δαιμονική ενέργεια
πολλά και παράξενα. - Τυγχάνω γνώστης των φημολογουμένων.
Πλην πρόκειται ή περί ψευδολογημάτων ή περί οφθαλμαπάτης,
απάντησε εκείνος σε άπταιστη καθαρεύουσα, όπως πάντα. Έτσι
εγκαταστάθηκε ο Νώντας στο στοιχειωμένο. Με τη φροντίδα και την
αγάπη που του έδειχναν τα κοντινά μοναστήρια και τα κελιά, οι
μέρες του περνούσαν μάλλον καλά. Κάποτε όμως ήρθε καιρός να
δοκιμάσει και αυτός τα καλά του κελιού του. Μόλις είχε τελειώσει η
θεία Λειτουργία στο κελί της Αγίας Άννης ένα κυριακάτικο πρωινό
και οι πατέρες ήταν συγκεντρωμένοι στʼ αρχονταρίκι για το
συνηθισμένο κέρασμα. Ξάφνου, ένας μοναχός, κοιτάζοντας από το
παράθυρο, είδε πυκνό καπνό και τεράστιες φλόγες να βγαίνουν από
την πόρτα και τα παράθυρα του στοιχειωμένου. - Πάει, το ʼκαψε το
κελί ο λειψός! +εν προλαβαίνουμε να κάνουμε τίποτα, είπε κάποιος.
Χτύπησαν αμέσως τη καμπάνα για να πάρουν είδηση οι άλλοι και
ξεκίνησαν για να γλιτώσουν τουλάχιστον το δάσος. Μερικοί έτρεξαν
για να σώσουν τον Νώντα, πιστεύοντας πως δεν είχε προλάβει να
βγει. Ξαφνικά όμως, να τος μπροστά τους! - Το ʼκαψες το κελί
αχαϊρευτε! τον «στόλισε» ένας μολονότι λαχανιασμένος από τη
 
τρεχάλα. - Ουχί πάτερ, διαμαρτυρήθηκε εκείνος - Στραβομάρα έχεις;
+εν το βλέπεις που λαμπάδιασε; Οι καπνοί φτάνουν μέχρι τα
σύννεφα! - Το είδον και άπαξ και δις, πλην πρόκειται περί
οφθαλμαπάτης Στο μεταξύ πλησίασαν και οι άλλοι πατέρες. - Γιατί
χασομεράτε με τούτον; παρατήρησε κάποιος. Εμείς νομίζαμε πως θα
είχατε φτάσει. - Ειρηνεύετε πατέρες μου, τους καθησύχασε ο
Νώντας. Μάτην κοπιάζετε και ταράττεσθε. Είπον ήδη ότι πρόκειται
περί οφθαλμαπάτης. - Εσύ το βιολί σου! τον μάλωσε ο γεροντότερος.
Μήπως σε έβαλε ο διάβολος να μας καθυστερήσεις για να βρούμε
μόνο στάχτες και αποκαϊδια; Έτσι είπε και ξεκίνησε πρώτος. Μα δεν
πρόλαβαν καλά-καλά να απομακρυνθούν και ο Νώντας έβαλε τις
φωνές. - Ιδέτε, ιδέτε πατέρες! Που ο καπνός και οι φλόγες;
Πραγματικά, ούτε φλόγες φαίνονταν ούτε καπνός στον ορίζοντα!
Φυσικά το γεγονός δεν ήταν απλή οφθαλμαπάτη, καθώς υποστήριζε ο
Νώντας. Ήταν μια ολοφάνερη δαιμονική ενέργεια. Ήταν ένας ακόμα
πειρασμός από εκείνους που συνέβαιναν στο στοιχειωμένο κελί λόγω
της κατοχής του από πονηρά πνεύματα. Ένα καλοκαίρι, ύστερα από
συμφωνία με τη Μονή Ιβήρων, ανέλαβε τη συγκομιδή των
φουντουκιών στη περιοχή του στοιχειωμένου η Κοινοβιακή Σκήτη
του Αγίου Ανδρέου (Σεράι). Επιστάτης τοποθετήθηκε ο π. Λεόντιος.
Οι γείτονες του κελιού τον αποκαλούσαν «Τάταρο» τόσο για τη
Ρωσική καταγωγή του όσο και για την εντυπωσιακή εμφάνισή του.
Φορούσε και αυτός, όπως όλοι οι Ρώσοι Αγιορείτες, βαριές, πέτσινες
και μέχρι το γόνατο μπότες, ακόμα και το καλοκαίρι. Από τη πρώτη
μέρα που μπήκε ο π. Λεόντιος στο στοιχειωμένο συνάντησε στρατιά
ποντικών, που κυκλοφορούσαν άφοβα μπροστά του μέρα μεσημέρι
και λέρωναν τα πάντα. Γιʼ αυτό έφερε από το Σεράι έναν
καλοθρεμμένο γάτο. Μια νύχτα οι γνωστοί θόρυβοι και τα χτυπήματα
του χάλασαν τον ύπνο. - Σίγουρα έκλεισα το γάτο έξω, μονολόγησε.
Ας πάω να του ανοίξω. Μόλις όμως έκανε να σηκωθεί, πάτησε το
γάτο, που κοιμόταν πλάι στο κρεβάτι του και λίγο έλειψε να τον
ξεκοιλιάσει. Σε κάμποση ώρα, πάλι τα ίδια, θόρυβοι και φασαρία.
Σηκώνεται να εξακριβώσει την αιτία. Μόλις έπιασε το πόμολο,
άκουσε τέτοια οχλοβοή που ξεκουφάθηκε. Έκανε να ανοίξει τη
πόρτα και τότε έπεσε πάνω του όλη η ντάνα των καυσόξυλων που
ήταν στοιβαγμένα στο διάδρομο. - Ισκουσένιε! (= Πειρασμέ!)
αναφώνησε με φόβο και οργή. Κατάφερε βέβαια να ελευθερωθεί από
τα ξύλα αλλά την υπόλοιπη νύχτα την πέρασε στην εκκλησία. Με τη
χαραυγή ξεκίνησε και με την ανατολή βρέθηκε στο Σεράι. Πήγε
κατευθείαν στον δικαίο και του αφηγήθηκε το πάθημά του. -
Γέροντα, απόψε τη νύχτα έπαθα και αυτό. +εν ξαναπηγαίνω στο
στοιχειωμένο. Ας αναλάβει άλλος. - Που είναι η πίστη σου; τον
αποπήρε εκείνος. Που είναι η ευλάβειά σου στο τόπο που
αφιερώθηκες; Αν μας πείραζαν οι δαίμονες περισσότερο από το
συνηθισμένο τι έπρεπε να κάνουμε; Να γυρίζουμε εδώ και εκεί στο
Άγιο Όρος και τελικά να φύγουμε στο κόσμο, επειδή μόνο εκεί θα
μας… άφηναν ήσυχους; Ύστερα απʼ αυτά, ο π. Λεόντιος μετάνιωσε
για τη φοβία και την απόδρασή του από το στοιχειωμένο. Ξαναβρήκε
μάλιστα το θάρρος του όταν άκουσε το γέροντα να συμπληρώνει : -
Σήμερα κιόλας μαζί με άλλους ιερείς θα κάνω λιτανεία στο χώρο

εκείνο με το Τίμιο Ξύλο και με άγια λείψανα. Επιπλέον θα έχεις στο

κελί μόνιμη συνοδεία από δύο αδερφούς. Πραγματικά πήγαν στο
στοιχειωμένο, έκαναν Αγιασμό και διάβασαν τους εξορκισμούς. Από
τότε ο π. Λεόντιος και η συνοδεία του άκουγαν σπάνια μερικούς
θορύβους και φωνές, όχι όμως μέσα στο κελί πια αλλά από πολύ
μακριά.
Πηγή: Οι δαίμονες

Επαφή

Greek Paranormal Team™ Info@GreekParanormalTeam.gr